ύσσωπος

ύσσωπος
(hyssopus). Δικοτυλήδονο φυτό της οικογένειας των Χειλανθών ή Λαμπιατών. Το μοναδικό γένος της οικογένειας είναι ο ό. ο φαρμακευτικός (hyssopus officinalis) με έξι είδη, που είναι μάλλον παραλλαγές του ίδιου φυτού. Είναι φυτό πολυετές, με βλαστό ύψους έως 60 εκ., φύλλα λογχοειδή, άνθη γαλάζια ή ιώδη και καρπούς ωοειδείς και λείους. Χρησιμοποιείται με πολλούς τρόπους ως θεραπευτικό της υγρής βρογχίτιδας, σε παθήσεις του νευρικού συστήματος, στην ανορεξία και στις παθήσεις των αμυγδαλών. Χρησιμοποιείται επίσης στη μαγειρική ως άρτυμα και στην κατασκευή αλκοολικών ηδύποτων (λικέρ). Στην Ελλάδα δε φυτρώνει.
* * *
ο / ὕσσωπος, ΝΜΑ, και ὕσωπος Α
γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια λαμιίδες τής τάξης λαμιώδη, με κυριότερο είδος το Hyssopus officinalis, αρτυματικό και φαρμακευτικό φυτό, που είχε παρόμοιες χρήσεις από την αρχαιότητα και στο οποίο αναφέρεται ο Διοσκορίδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. πιθ. σημιτικής προέλευσης (πρβλ. εβρ. 'ēzōb, ασσυριακό-βαβυλωνιακό zūpu, συριακό zōfā). Από την Ελληνική τη λ. δανείστηκε η Λατινική (πρβλ. λατ. hysopum) και στη συνέχεια άλλες γλώσσες (πρβλ. αγγλ. hyssop, γαλλ. hysope)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ύσσωπος — ύσσωπος, ο και ύσσωπο, το (βοτ.), φυτό όμοιο με φρύγανο, της οικογένειας των χειλανθών, αρωματικό και φαρμακευτικό, μικρομερίδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὕσσωπος — hyssop fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίσσυπος — ἴσσυπος, ἡ (Α) είδος φυτού, η ύσσωπος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού ὕσσωπος*] …   Dictionary of Greek

  • ύσσωπον — τὸ, ΜΑ το φυτό ύσσωπος, η σαπωνίς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕσσωπος με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek

  • и — I десятая буква др. русск. алфавита, цслав. название – иже (см. иже), икъ. Числовое знач. = 8. Наряду с этим для обозначения звука и существовала (одиннадцатая) буква ï с числовым знач. = 10. Наконец, существовал особый др. русск., цслав. знак… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • иссоп — Нуssорus officinalis , применяется при очистительных жертвоприношениях, церк., др. русск. усопъ, ϋсопъ, ст. слав. ѵсопъ. Из греч. ὕσσωπος – то же, Нов. завет (см. Бауэр 1407) …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Isopp, der — Der Isopp, des es, plur. inus. eine Pflanze, welche wegen ihres aromatischen Geruches und bittern Geschmackes bekannt ist; Hyssopus L. Griech. υσσωπος, bey dem Stryker Ysop, im gemeinen Leben Eisop, Söppel, Sopli. Wir haben diese Pflanze mit… …   Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart

  • иссоп — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  =  сущ. (греч. ὕσσωπος от древнеевр. ezob) иссоп… …   Словарь церковнославянского языка

  • осопъ — ОСОП|Ъ (1*), А с. ὕσσωπος Иссоп, кустарник с ароматическими листьями; настой из его листьев: и пакы приимъ моиси кровь телчю. и козлю. с водою и волною и осопъ всѧ люди кропѧше. (ὑσσώπου) ГБ к. XIV, 15а …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • hisopo — (Del lat. hyssopum < gr. hyssopos.) ► sustantivo masculino 1 RELIGIÓN Utensilio formado por un palo corto y un recipiente metálico y agujereado en un extremo, que se usa para esparcir el agua bendita. SINÓNIMO asperges aspersorio 2 BOTÁNICA… …   Enciclopedia Universal

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”